- ἐθελοντῶν
- ἐθελοντήςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐθελόντων — ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut gen pl ἐθέλω to be willing pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'θελόντων — ἐθελόντων , ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut gen pl ἐθελόντων , ἐθέλω to be willing pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διεθνείς Ταξιαρχίες — Ομάδες εθελοντών από όλο τον κόσμο που συνέρευσαν μαζικά στην Ισπανία στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1936 39). Πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών και εναντίον του στρατιωτικού κινήματος υπό την ηγεσία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο, ο… … Dictionary of Greek
Γάκης, Ζήκος — (19ος αι.). Εθνικός αγωνιστής από το Σούλι. Πήρε μέρος στα απελευθερωτικά κινήματα της Ηπείρου και της Κρήτης. Το 1866 αποβιβάστηκε με 250 εθελοντές στην Κρήτη, όπου το 1868 πληγώθηκε σε μάχη και μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Όταν επουλώθηκε το τραύμα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κόρακας, Αριστοτέλης — (Πόμπια Κρήτης 1858 – 1946). Αντιστράτηγος, αγωνιστής της Κρητικής ανεξαρτησίας και των εθνικών απελευθερωτικών αγώνων. Ήταν γιος του αγωνιστή του 1821 Μιχαήλ Κόρακα (βλ. λ.). Το 1873 γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων με τιμητική υποτροφία που του… … Dictionary of Greek
Μακ Κλέλαν, Τζορτζ Μπρίντον — (George Brinton MacClellan, Φιλαδέλφεια 1826 – Όραντζ, Νιου Τζέρσεϊ 1885). Στρατηγός και πολιτικός των ΗΠΑ. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Γουέστ Πόιντ και το 1848 έγινε υπολοχαγός. Το 1852, στον πόλεμο του Μεξικού, προβιβάστηκε σε λοχαγό. Το … Dictionary of Greek
Πετρίτσης, Αντώνιος — (Σύρος 1832 – Αθήνα 1910). Πατριώτης και αγωνιστής. Κατατάχθηκε ως εθελοντής στο στρατό και το 1866 ως επιλοχίας, μόλις άρχισε η επανάσταση στην Κρήτη, πήγε και πολέμησε στο νησί, επικεφαλής σώματος εθελοντών, έως τον Ιανουάριο του 1869. Πήρε… … Dictionary of Greek
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek